- υπνιδιος
- ὑπνίδιος3(ῐδ) навевающий сон, усыпляющий
(πάταγος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πάταγος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εφυπνίδιος — ἐφυπνίδιος, ον (Α) αυτός που φέρνει ύπνο, που οδηγεί σε ύπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *ὑπνίδιος (< ὕπνος + κατάλ. ιδιος), πρβλ. θαλασσ ίδιος, πτερ ίδιος) … Dictionary of Greek